- ἔψαλε
- ψάλλωpluckaor ind act 3rd sgἔψᾱλε , ψάλλωpluckaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
αδιάβαστος — η, ο [διαβάζω] 1. (για μαθητές, σπουδαστές) αυτός που δεν διάβασε τα μαθήματά του, που δεν μελέτησε 2. (γενικότερα) αυτός που δεν μελέτησε το θέμα, το αντικείμενο, με το οποίο ασχολείται ή πρόκειται να ασχοληθεί, και ιδιαίτερα ο αμελέτητος, ο… … Dictionary of Greek
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
Δεββώρα — Βιβλικό πρόσωπο. Ηρωίδα και ποιήτρια του αρχαίου Ισραήλ, τρίτη μεταξύ των Κριτών. Με υπόδειξή της ο στρατηγός και κριτής Βαράκ επιτέθηκε εναντίον του Σισάρα, στρατηγού των Χαναναίων και τον νίκησε. Στον εορτασμό της νίκης η Δ. έψαλε με τον Βαράκ… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — ανάβαλα και ανέβαλα, αναβλήθηκα, αναβλημένος 1. μεταθέτω την εκτέλεση μιας πράξης σε μελλοντικό χρόνο: Ανάβαλα για το καλοκαίρι το ταξίδι μου. 2. φρ., «Του έψαλε τον αναβαλλόμενο» (τον μάλωσε πολύ) προήλθε από τον πολύ μακρό ψαλμό που αρχίζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)